μπογιατζής

μπογιατζής
Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Μιχαήλ. Ήταν πλοίαρχος και καταγόταν από το χωριό Τουρλωτή. Μαζί με τους πέντε γιους του, πριν το 1821, έκανε επιδρομές στο Αιγαίο και κυρίως στις κρητικές θάλασσες, με το ιδιόκτητο πλοίο του και βύθιζε τα εχθρικά πλοία που συναντούσε. Σ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα (1821-30), είτε μόνος με το πλοίο του, είτε μαζί με το στόλο των Κασίων, οργάνωσε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκικών φρουρίων και συγχρόνως απέκλειε τα κρητικά παράλια για να αποκόψει τις τουρκικές θαλάσσης συγκοινωνίες. Μετά το τέλος του Αγώνα (1830) αφόπλισε τη γολέτα του, τη μεταποίησε σε εμπορικό σκάφος και ταξίδευε για πολλά χρόνια μεταξύ Ηρακλείου και Σύρου. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία. 2. Γεώργιος. Ναυτικός και ιερέας, γιος του Μιχάηλ (βλ. 1.). Σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα (1821-30) πολέμησε στο πλευρό του πατέρα του και διακρίθηκε για την ανδρεία του. Μετά το τέλος του Αγώνα έγινε ιερέας, αλλά ταυτόχρονα εξακολούθησε και τη ναυτική του δράση ως κυβερνήτης του πλοίου του. Το 1840 κατέπλευσε στη Σπιναλόγκα, όπου και δολοφονήθηκε από τους Τούρκους.
* * *
και μπογιαντζής, ο, θηλ. μπογιατζού και μπογιαντζού
1. ελαιοχρωματιστής ή υδροχρωματιστής
2. βαφέας υφασμάτων, ενδυμάτων ή νημάτων
3. φρ. «τα μυαλά σου και μια λίρα και τού μπογιατζή ο κόπανος» — λέγεται για αυτούς που μιλούν ασυνάρτητα ή που παραλογίζονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ boyaci].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπογιατζής — ο ο εργάτης που βάφει, ο ελαιοχρωματιστής, ο βαφέας: Ήρθαν οι μπογιατζήδες για να βάψουν το μαγαζί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • μπογιαντζής — ο, θηλ. ού βλ. μπογιατζής …   Dictionary of Greek

  • βαφέας, ο — και βαφιάς,ο ο μπογιατζής, αυτός που έχει ως επάγγελμα το να βάφει: Το σπίτι είναι άνω κάτω γιατί έχουμε βαφιάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούρτσα — η αντικείμενο από τρίχες, συρμάτινα νήματα ή συνθετικές ίνες στερεωμένες σε μια βάση διαφόρων σχημάτων, με το οποίο ξεσκονίζουμε, καθαρίζουμε ή γυαλίζουμε: Βούρτσα για τα ρούχα. – Βούρτα για τα παπούτσια. – Ο μπογιατζής βάφει με βούρτσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”